- κτίζοντας
- κτίζωpeoplepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστεγάζω — ΝΑ στεγάζω κάτι ολόγυρα, από παντού, σκεπάζω από όλα τα μέρη κτίζοντας στέγη αρχ. μέσ. περιστεγάζομαι περικλείομαι, εμπεριέχομαι … Dictionary of Greek